Translation glossary: corp

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 119
Next »
 
(administrative) receivershipαναγκαστική/δικαστική/έκτακτη διαχείριση (+ περιουσίας εν χρεωκοπία), διαχείριση πτώχευσης 
English to Greek   Business/Commerce (general)
A.E.B.E. (/ ΑΕΒΕ)Commercial & Industrial S.A. 
Greek to English
answer to a statement of claimπροτάσεις αγωγής 
English to Greek
anti-dilution sharesμετοχές με πρόβλεψη αποφυγής απομείωσης 
English to Greek
AP. M.A.E (/ MAE)S.A. Registry Number 
Greek to English
articles of merger / consolidationκαταστατικό συγχώνευσης / ενοποίησης 
English to Greek   Business/Commerce (general)
authorised share capitalεγγεγραμμένο / εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιό 
English to Greek   Business/Commerce (general)
building societyεταιρεία κτηματικής πίστης, κτηματική εταιρεία, στεγαστικό ταμιευτήριο, εταιρεία στεγαστικών δανείων, οικοδομικός συνεταιρισμός 
English to Greek
certificate of discontinuanceβεβαίωση διακοπής εργασιών 
English to Greek
certificate of good standingπιστοποιητικό νόμιμης σύστασης και λειτουργίας 
English to Greek
certificate of incumbencyβεβαίωση περί διευθυντικών στελεχών και μετόχων 
English to Greek   Business/Commerce (general)
collateral agentδιαχειριστές εγγυήσεων/εξασφαλίσεων, ενεχυρούχος δανειστής 
English to Greek
collateral agentδιαχειριστές εγγυήσεων/εξασφαλίσεων, ενεχυρούχος δανειστής 
English to Greek
consolidated/unconsolidated state of affairsενοποιημένη και μη ενοποιημένη κατάσταση, οικονομική κατάσταση της εταιρείας σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση 
English to Greek   Business/Commerce (general)
corporate debt securitiesεταιρικά ομόλογα, εταιρικοί χρεωστικοί τίτλοι 
English to Greek
court-ordered / voluntary liquidationδικαστική / εκούσια εκκαθάριση 
English to Greek   Business/Commerce (general)
cycle meetingsετήσιες συναντήσεις 
English to Greek
debt assetsχαρτοφυλάκια δανείων ενεργητικού 
English to Greek
deed of adherenceπράξη τήρησης (της σύμβασης), πράξη προσχώρησης 
English to Greek   Law: Contract(s)
defaulting (/default) shareholderυπερήμερος μέτοχος, οφειλέτης-μέτοχος 
English to Greek
down roundστρογγυλοποίηση προς τα κάτω 
English to Greek
equity(ies)κοινή/-ές μετοχή/-ές, τακτική/-ές μετοχή/-ές, συνήθης/-θεις μετοχή/-ές, τίτλος/-οι μετοχικού κεφαλαίου, τίτλος/-οι συμμετοχής, συμμετοχικός/-οί τίτλος/-οι, τίτλος/-οι συμμετοχής 
English to Greek
executed as deedγια πίστωση των ανωτέρω συντάχθηκε 
English to Greek
facility timeσυνδικαλιστική άδεια 
English to Greek
fiduciary dutiesκαταπιστευτικά καθήκοντα 
English to Greek
first option / right of first refusalδικαίωμα προτίμησης/δικαίωμα πρώτης άρνησης 
English to Greek
fractional (part of) share; fractional certificateκλάσμα μετοχής; κλασματικό πιστοποιητικό 
English to Greek   Investment / Securities
garnishmentκατάσχεση των (εις χείρας τρίτου) χρημάτων του οφειλέτη 
English to Greek   Business/Commerce (general)
given at [...]τηρείται στον/-η/-ο [...] 
English to Greek
going concernσυνεχιζόμενη δραστηριότητα, λειτουργούσα επιχείρηση 
English to Greek   Business/Commerce (general)
good standingυπό καθεστώς «καλώς έχειν» * ταμειακή ενημερότητα * ασκών/-ούσα νομίμως το λειτούργημά του»/της * [πιστοποιητικό] νόμιμη σύστασης και λειτουργία 
English to Greek
Insolvency ActΝόμος Περί Αφερεγγυότητας 
English to Greek   Business/Commerce (general)
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ / Κ.Β.Σ.)Hellenic Code of Accounting Books and Records 
Greek to English
ΚΑΚ - κωδικός αριθμός καταχώρησηςentry code number 
Greek to English
Τ.Α.Π.Ε.Τ. (/ ΤΑΠΕΤ)Mutual Service Fund of the Personnel of the Government Printing Office 
Greek to English
άδεια σύστασης εταιρίαςlicence of establishment; certificate of incorporation 
Greek to English
ένωση προσώπωνassociation (of persons) 
Greek to English
έξοδα λειτουργίας διάθεσηςselling expenses 
Greek to English   Accounting
έξοδα χρήσης δεδουλευμέναaccrued expenses 
Greek to English   Accounting
ανώνυμη εταιρείαpublic limited company (UK) 
Greek to English
ανέγκλητος λογαριασμόςaccount in good standing 
Greek to English
αναγγελία έναρξης άσκησης επαγγέλματοςdeclaration of commencement of business/activity 
Greek to English
αναγκαστική εκποίηση εξασφάλισηςrepossession of collateral , (enforced) execution of collateral, selling the collateral , 
Greek to English
αξιόγραφοsecurity, note, title, commercial paper 
Greek to English
αξιόγραφοsecurity; instrument 
Greek to English
αξιόγραφοsecurity; instrument 
Greek to English
αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (ΑΜΚΕ, ΑμΚΕ)non-profit civil partnership 
Greek to English
αφανής εταιρίαsilent/undisclosed partnership 
Greek to English
αχυράνθρωποςdummy director, straw director, [γεν.] strawman 
Greek to English
αυτοφειλέτης, πρωτοφειλέτηςprimary/principal/main debtor [also borrower/obligor] 
Greek to English   Law: Contract(s)
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search