Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
πέτρινα οικοδομήματα
English translation:
stone buildings
Added to glossary by
eumeridou
Mar 19, 2003 11:46
21 yrs ago
Greek term
πέτρινα οικοδομήματα
Greek to English
Other
Το 1870 καίγονται τα σεράγια του Ιτς καλέ και μέρος της πόλης, που από τότε αρχίζει να λαμβάνει διαφορετική μορφή με τα πέτρινα οικοδομήματα
Proposed translations
(English)
4 +10 | stone buildings | Spiros Doikas |
5 +6 | stone buildings | Evdoxia R. (X) |
5 +2 | stone buildings, buildings of stone | Zoi Siapanta (X) |
Proposed translations
+10
9 mins
Selected
stone buildings
Lesvos Island - Greece - Votsala Hotel
... Here you can still see a few of these traditional tall narrow three-storey stone
buildings, used as summer houses by rich Greeks and Ottomans coming from ...
www.greekhotel.com/n-aegean/lesvos/ thermi/votsala/home.htm - 21k - Αποθηκευμένη Σελίδα - Παρόμοιες σελίδες
Arhondiko tis Aristis - Greece travel
... is the collective name for a group of 46 villages in the mountains of Epirus in the
northwest region of Greece. ... The guesthouse consists of two stone buildings. ...
www.gourmed.gr/greece-travel/show.asp?trid=39 - 15k - 17 Μαρ 2003 - Αποθηκευμένη Σελίδα - Παρόμοιες σελίδες
Spilia Village Luxury Traditional Hotel - Spilia - Kissamos - ...
... VILLAGE LUXURY TRADITIONAL HOTEL SPILIA, KISSAMOS, 736 00, CHANIA, CRETE, GREECE ... over
4.000 square meters and comprises of 6 Stone Buildings, offering 19 Stone ...
www.interdynamic.net/vacprop.php?vacpropertyID=3459 - 23
... Here you can still see a few of these traditional tall narrow three-storey stone
buildings, used as summer houses by rich Greeks and Ottomans coming from ...
www.greekhotel.com/n-aegean/lesvos/ thermi/votsala/home.htm - 21k - Αποθηκευμένη Σελίδα - Παρόμοιες σελίδες
Arhondiko tis Aristis - Greece travel
... is the collective name for a group of 46 villages in the mountains of Epirus in the
northwest region of Greece. ... The guesthouse consists of two stone buildings. ...
www.gourmed.gr/greece-travel/show.asp?trid=39 - 15k - 17 Μαρ 2003 - Αποθηκευμένη Σελίδα - Παρόμοιες σελίδες
Spilia Village Luxury Traditional Hotel - Spilia - Kissamos - ...
... VILLAGE LUXURY TRADITIONAL HOTEL SPILIA, KISSAMOS, 736 00, CHANIA, CRETE, GREECE ... over
4.000 square meters and comprises of 6 Stone Buildings, offering 19 Stone ...
www.interdynamic.net/vacprop.php?vacpropertyID=3459 - 23
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Thanks Spyro you do great"
+6
9 mins
stone buildings
ΠΕΤΡΙΝΟΣ
stone [stOun]
ουσ. λιθάρι, λίθος, πέτρα: stone Age η Λίθινη Εποχή § cast stones at..
πετροβολώ τον.. # πετράδι, πολύτιμος λίθος: a ring with a large stone
δαχτυλίδι με ένα μεγάλο πετράδι # κουκούτσι, τσίκουδο: cherries have
stones in them τα κεράσια έχουν κουκούτσια # σώμα λιθώδους υφής,
"πέτρα": kidney stones πέτρες στα νεφρά # βάρος 6.348 χιλιογράμμων:
he weighs about ten stone ζυγίζει γύρω στα 63, 5 κιλά # επίθ. λίθινος,
πέτρινος: stone fence πέτρινος φράχτης # ΦΡ. stone-broke ιδ. απένταρος,
μπατίρης § stone-cold καταξυλιασμένος, παγωμένος § stone-sober
νηφαλιότατος § stone dresser λιθοξόος, λιθοπελεκητής § stone-dead
κοκαλωμένος, τεζαρισμένος, "ξερός" § stone-deaf θεόκουφος § stone
fruit δρύπη, εμπύρηνος καρπός § stone-still μαρμαρωμένος, εντελώς
ακίνητος, ασάλευτος § arch stone αρχιτ. κλειδόλιθος § cast the first stone
ρίχνω το πρώτο λιθάρι (αναθέματος) § cope / coping stone 1. αρχιτ. λίθος
επίστεψης, λίθος στέψης τοίχου > 2. μτφ. επιστέγασμα § corner stone
ακρογωνιαίος λίθος, αγκωνάρι § kill two birds with one stone ιδ. σκοτώνω
με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια § leave no stone unturned ιδ. κάνω τα
πάντα, εξαντλώ κάθε προσπάθεια § let him that is without sin among you
cast the first stone! ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω! § not leave
a stone standing δεν αφήνω λίθον επί λίθου § stone's cast μτφ. κοντυνή
απόσταση, κοντά, δυό βήματα
stone [stOun]
ρ. λιθοβολώ, πετροβολώ: stone to death θανατώνω με λιθοβολισμό #
αφαιρώ τα κουκούτσια, ξεκουκουτσιάζω: stoned cherries
ξεκουκουτσιασμένα κεράσια
-----------------------------------
ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ
building [bILding]
ουσ. (οικο)δόμηση: I helped in building the church βοήθησα στην
οικοδόμηση της εκκλησίας # κτίριο, κτίσμα, οικοδομή, οικοδόμημα:
uninhabited building ακατοίκητο κτίριο # ΦΡ. building industry οικοδομική
βιομηχανία § building line οικοδομική γραμμή § building materials υλικά
οικοδομών § building permit άδεια δόμησης § building plot άρτιο
οικόπεδο § building site εργοτάξιο § building site area εμβαδόν
οικόπεδου § building society οικοδομικός συνεταιρισμός § building
timber οικοδομική ξυλεία § condemned building κατεδαφιστέο κτίσμα §
noble building επιβλητικό ή μεγαλοπρεπές κτίριο § public building
δημόσιο κτίριο
stone [stOun]
ουσ. λιθάρι, λίθος, πέτρα: stone Age η Λίθινη Εποχή § cast stones at..
πετροβολώ τον.. # πετράδι, πολύτιμος λίθος: a ring with a large stone
δαχτυλίδι με ένα μεγάλο πετράδι # κουκούτσι, τσίκουδο: cherries have
stones in them τα κεράσια έχουν κουκούτσια # σώμα λιθώδους υφής,
"πέτρα": kidney stones πέτρες στα νεφρά # βάρος 6.348 χιλιογράμμων:
he weighs about ten stone ζυγίζει γύρω στα 63, 5 κιλά # επίθ. λίθινος,
πέτρινος: stone fence πέτρινος φράχτης # ΦΡ. stone-broke ιδ. απένταρος,
μπατίρης § stone-cold καταξυλιασμένος, παγωμένος § stone-sober
νηφαλιότατος § stone dresser λιθοξόος, λιθοπελεκητής § stone-dead
κοκαλωμένος, τεζαρισμένος, "ξερός" § stone-deaf θεόκουφος § stone
fruit δρύπη, εμπύρηνος καρπός § stone-still μαρμαρωμένος, εντελώς
ακίνητος, ασάλευτος § arch stone αρχιτ. κλειδόλιθος § cast the first stone
ρίχνω το πρώτο λιθάρι (αναθέματος) § cope / coping stone 1. αρχιτ. λίθος
επίστεψης, λίθος στέψης τοίχου > 2. μτφ. επιστέγασμα § corner stone
ακρογωνιαίος λίθος, αγκωνάρι § kill two birds with one stone ιδ. σκοτώνω
με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια § leave no stone unturned ιδ. κάνω τα
πάντα, εξαντλώ κάθε προσπάθεια § let him that is without sin among you
cast the first stone! ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω! § not leave
a stone standing δεν αφήνω λίθον επί λίθου § stone's cast μτφ. κοντυνή
απόσταση, κοντά, δυό βήματα
stone [stOun]
ρ. λιθοβολώ, πετροβολώ: stone to death θανατώνω με λιθοβολισμό #
αφαιρώ τα κουκούτσια, ξεκουκουτσιάζω: stoned cherries
ξεκουκουτσιασμένα κεράσια
-----------------------------------
ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ
building [bILding]
ουσ. (οικο)δόμηση: I helped in building the church βοήθησα στην
οικοδόμηση της εκκλησίας # κτίριο, κτίσμα, οικοδομή, οικοδόμημα:
uninhabited building ακατοίκητο κτίριο # ΦΡ. building industry οικοδομική
βιομηχανία § building line οικοδομική γραμμή § building materials υλικά
οικοδομών § building permit άδεια δόμησης § building plot άρτιο
οικόπεδο § building site εργοτάξιο § building site area εμβαδόν
οικόπεδου § building society οικοδομικός συνεταιρισμός § building
timber οικοδομική ξυλεία § condemned building κατεδαφιστέο κτίσμα §
noble building επιβλητικό ή μεγαλοπρεπές κτίριο § public building
δημόσιο κτίριο
Peer comment(s):
agree |
Zoi Siapanta (X)
9 mins
|
agree |
Nadia-Anastasia Fahmi
25 mins
|
agree |
Joanne Panteleon
27 mins
|
agree |
Ino66 (X)
42 mins
|
agree |
MariaLP
10 hrs
|
agree |
Estella
19 hrs
|
+2
10 mins
stone buildings, buildings of stone
ίσως και stone masonry.
Peer comment(s):
agree |
Joanne Panteleon
: Ναι...λες να ταιριάζει το "stone masonry buildings"?.. i para einai "texnikos" o oros gia thn perioxh ? An kai masonry nomizw tairiazei = toixopoiia..
24 mins
|
Εγώ είπα να το αναφέρω διότι... πού ξέρεις καμιά φορά; :-))
|
|
agree |
MariaLP
10 hrs
|
Something went wrong...