Dec 19, 2017 04:47
6 yrs ago
1 viewer *
English term
monosourcing
English to Greek
Bus/Financial
Business/Commerce (general)
purchasing
Σε τίτλο μόνο του. Η ύπαρξη ενός μόνο αποκλειστικού προμηθευτή. Ει δυνατόν, ψάχνω μονολεκτικό όρο, ή επιβεβαίωση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί αμετάφραστο...
Proposed translations
(Greek)
4 +3 | μονοπορισμός |
Nick Lingris
![]() |
3 | μονοπώλιο |
sterios prosiniklis
![]() |
Proposed translations
+3
3 hrs
Selected
μονοπορισμός
όταν έχουμε έναν μόνο προμηθευτή
όρος που προτείνεται στην ίδια βάση που έχουμε:
outsourcing > εξωπορισμός
co-sourcing > συμπορισμός
in-sourcing > εσωπορισμός
όρος που προτείνεται στην ίδια βάση που έχουμε:
outsourcing > εξωπορισμός
co-sourcing > συμπορισμός
in-sourcing > εσωπορισμός
Peer comment(s):
agree |
Magda P.
45 mins
|
Ευχαριστώ. Καλημέρα.
|
|
agree |
transphy
5 hrs
|
agree |
Anastasia Vam
1 day 1 hr
|
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Selected automatically based on peer agreement."
1 hr
μονοπώλιο
Καλημέρα, μου ακούγεται σαν εξεζητημένη επιλογή για το μονοπώλιο...
Δες τι λέει εδώ για τις μορφές αγοράς από την πλευρά των πωλητών προϊόντων.
https://www.euretirio.com/antagonismos-agoraston-monopsonio-...
Δες τι λέει εδώ για τις μορφές αγοράς από την πλευρά των πωλητών προϊόντων.
https://www.euretirio.com/antagonismos-agoraston-monopsonio-...
Discussion