May 26, 2020 00:54
4 yrs ago
14 viewers *
English term
disease-modifying anti-rheumatic drug (DMARD)
COVID-19
GBK
English to Greek
Medical
Medical (general)
Definition from
National Center for Biotechnology Info.:
Disease-modifying antirheumatic drugs (DMARDs) are a class of drugs indicated for the treatment of inflammatory arthritides including rheumatoid arthritis (RA), psoriatic arthritis (PsA), and ankylosing spondylitis (AS). They can also be used to in the treatment of other disorders including connective tissue disease such as systemic sclerosis (SSc), systemic lupus erythematosus (SLE), and Sjogren syndrome (SS), as well as in treatment of inflammatory myositis, vasculitis, uveitis, inflammatory bowel disease, and some types of cancers.
Example sentences:
Hydroxychloroquine has been available since 1955 as an antimalarial drug. I have at least 6 patients at the pharmacy who have used hydroxychloroquine to manage their rheumatoid arthritis, lupus, and Crohn disease. If you were sitting in my pharmacology class, I’d tell you that it is an antimalarial used as a disease-modifying antirheumatic drug (DMARD). I would tell you it is a cheap drug with good efficacy for some and also that it is 1 of 2 DMARDs that are safe to use in patients with liver failure. You would also learn that it may cause deposition of the drug in the melanin layer of the cones in the retina, underscoring the need for annual eye exams. (MJH Life Sciences)
DMARDs Not Linked to Poor Outcomes in SARS-CoV-2 RA Patients (Rheumatology Network)
The analysis of performance measures for rheumatoid arthritis (RA) care have allowed to identify gaps in care that include suboptimal use of disease-modifying anti-rheumatic drugs (DMARDs), according to a study published in Arthritis Care & Research. (Rheumatology Advisor)
Proposed translations
(Greek)
5 +4 | τροποποιητικό της νόσου αντιρευματικό φάρμακο | Ioanna Zampakidi |
4 +3 | νοσοτροποποιητικό αντιρευματικό φάρμακο | Elias Marios Kounas |
Change log
May 23, 2020 00:27: changed "Kudoz queue" from "In queue" to "Public"
May 26, 2020 00:54: changed "Stage" from "Preparation" to "Submission"
May 29, 2020 01:57: changed "Stage" from "Submission" to "Completion"
Proposed translations
+4
5 hrs
Selected
τροποποιητικό της νόσου αντιρευματικό φάρμακο
Definition from
EPEMY:
DMARD: τροποποιητικά της νόσου φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία φλεγμονωδών αρθροπαθειών
Example sentences:
ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΡΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΠΑΓΝΗ 2015 - 2020 [...] 2. M13-549 , Φάσης 3, Τυχαιοποιημένη, Διπλά-Τυφλή Μελέτη Σύγκρισης του ABT-494 με το Εικονικό Φάρμακο σε Συμμετέχοντες με Μέτρια έως Σοβαρή Ενεργή Ρευματοειδή Αρθρίτιδα οι Οποίοι βρίσκονται υπό Σταθερή Δόση Συμβατικών Συνθετικών Τροποποιητικών της Νόσου Αντιρευματικών Φαρμάκων (csDMARDs) και Έχουν Ανεπαρκή Ανταπόκριση σε csDMARDs 3. M15-572: Φάσης 3, Τυχαιοποιημένη, Διπλά Τυφλή Μελέτη η οποία Συγκρίνει το ABT-494 με Εικονικό Φάρμακο και με Αδαλιμουμάμπη σε Συμμετέχοντες με Ενεργή Ψωριασική Αρθρίτιδα οι οποίοι Έχουν Ιστορικό Ανεπαρκούς Ανταπόκρισης σε Τουλάχιστον Ένα Μη Βιολογικό Τροποποιητικό της Νόσου Αντιρρευματικό Φάρμακο (DMARD) – SELECT – PsA 1 (Κλινική Ρευματολογία�)
Το MabThera (rituximab) είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που αντιπροσωπεύει μία γλυκοζυλιωμένη ανοσοσφαιρίνη που ενδείκνυται: [...] σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη, για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με σοβαρή ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα οι οποίοι είχαν ανεπαρκή ανταπόκριση ή δυσανεξία σε άλλα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARD) συμπεριλαμβανομένης μίας ή περισσοτέρων θεραπειών αναστολής του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (TNF). (ΕΟΦ)
Peer comment(s):
agree |
Georgios Anagnostou
1 hr
|
Ευχαριστώ πολύ!
|
|
agree |
Vicky Papaprodromou
3 hrs
|
Ευχαριστώ πολύ!
|
|
agree |
Vasiliki Nikolaidou
: Προσωπικά γράφω πάντα «αντιρρευματικό», αλλά συμφωνώ ότι αυτός είναι ο καθιερωμένος όρος.
23 hrs
|
Ευχαριστώ πολύ!
|
|
agree |
D. Harvatis
1 day 7 hrs
|
4 KudoZ points awarded for this answer.
+3
30 mins
νοσοτροποποιητικό αντιρευματικό φάρμακο
Definition from
Μτφρ. αγγλ. όρου:
Τα νοσοτροποποιητικά αντιρευματικά φάρμακα αποτελούν μία κατηγορία φαρμάκων που ενδείκνυνται για τη θεραπεία φλεγμονωδών αρθριτιδών, περιλαμβανομένης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, της ψωριασικής αρθρίτιδας και της αγκυλωτικής (αγκυλοποιητικής) σπονδυλίτιδας.
Example sentences:
Η βλάβη προλαμβάνεται καλύτερα με νοσοτροποποιητικά αντιρευματικά φάρμακα. (Healthy Living)
Νοσοτροποποιητικά αντιρευματικά φάρμακα - αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για την αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και άλλων αυτοάνοσων αιτίων αρθρίτιδας. (ιατροnet)
Peer comment(s):
agree |
Nick Lingris
: Ως φίλος των μονολεκτικών όρων.
4 hrs
|
agree |
Georgios Anagnostou
6 hrs
|
agree |
Anastasia Vam
7 hrs
|
Discussion
Ένα πρόσθετο πρόβλημα που βλέπω είναι ότι κάποιος που δεν γνωρίζει το αντικείμενο θα μπορούσε εύκολα να νομίσει ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και να νομίσει ότι το (σπάνιο) «νοσοτροποποιητικό» σημαίνει «ανοσοτροποποιητικό».