Glossary entry

English term or phrase:

surjective - injective - bijective (function)

Greek translation:

επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική (συνάρτηση)

Added to glossary by Nick Lingris
Feb 12, 2015 14:31
9 yrs ago
1 viewer *
English term

SURJECTIVE - INJECTIVE - BIJECTIVE

English to Greek Science Mathematics & Statistics θεωρία συνόλων
Ένας νεαρός (μάλλον φοιτητής Μαθηματικού) μου ζήτησε να του μεταφράσω τους παραπάνω όρους.
(χωρίς συγκείμενο).
Μήπως γνωρίζει κάποιος;

Ευχαριστώ!
Change log

Feb 17, 2015 09:02: Nick Lingris changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/48510">Eftychia Stamatopoulou's</a> old entry - "SURJECTIVE - INJECTIVE - BIJECTIVE"" to ""επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική""

Proposed translations

+1
16 mins
Selected

επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική

Μια καλή απόδοση που βρίσκω:

surjective = επιρριπτική συνάρτηση
injective = ερριπτική
bijective = αμφιρριπτική
Peer comment(s):

agree D. Harvatis
2 mins
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer. Comment: "Sas eyxaristo poly!!"
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search