Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
surjective - injective - bijective (function)
Greek translation:
επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική (συνάρτηση)
English term
SURJECTIVE - INJECTIVE - BIJECTIVE
(χωρίς συγκείμενο).
Μήπως γνωρίζει κάποιος;
Ευχαριστώ!
4 +1 | επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική | Nick Lingris |
Feb 17, 2015 09:02: Nick Lingris changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/48510">Eftychia Stamatopoulou's</a> old entry - "SURJECTIVE - INJECTIVE - BIJECTIVE"" to ""επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική""
Proposed translations
επιρριπτική - ερριπτική - αμφιρριπτική
surjective = επιρριπτική συνάρτηση
injective = ερριπτική
bijective = αμφιρριπτική
Something went wrong...