Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
lapsed (Catholic)
Greek translation:
κατ' όνομα (καθολικός)
Added to glossary by
Valentini Mellas
Apr 20, 2005 15:54
19 yrs ago
English term
lapsed (Catholic)
English to Greek
Art/Literary
Poetry & Literature
Literature
McCormack was an Irish navvy who lived close to the convent, and a notorious lapsed Catholic. Even in those pious days, being a lapsed Catholic was almost acceptable.
The Gatekeeper, Terry Eagleton
The Gatekeeper, Terry Eagleton
Proposed translations
(Greek)
Proposed translations
+6
12 mins
Selected
κατ' όνομα (καθολικός)
no longer active or practicing; "a lapsed Catholic"
www.cogsci.princeton.edu/cgi-bin/webwn
--------------------------------------------------
Note added at 15 mins (2005-04-20 16:09:32 GMT)
--------------------------------------------------
... ανάρμοστη διαγωγή των θεωρουμένων οπαδών Του (των \"κατ\' όνομα Χριστιανών\"). ... Ποιος καθολικός ή προτεστάντης έχει ποτέ επικαλεσθεί ή επικαλείται τον ... www.gec.gr/astir/joul2002.htm
www.cogsci.princeton.edu/cgi-bin/webwn
--------------------------------------------------
Note added at 15 mins (2005-04-20 16:09:32 GMT)
--------------------------------------------------
... ανάρμοστη διαγωγή των θεωρουμένων οπαδών Του (των \"κατ\' όνομα Χριστιανών\"). ... Ποιος καθολικός ή προτεστάντης έχει ποτέ επικαλεσθεί ή επικαλείται τον ... www.gec.gr/astir/joul2002.htm
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Σας ευχαριστώ όλους θερμά για τις απαντήσεις σας. Νομίζω πως η απόδοση της Βαλεντίνης είναι ιδανική για το κείμενο μου. "
+5
26 mins
(καθολικός) χωρίς ενεργή συμμετοχή / παρεκτραπείς / αποστάτης / αιρετικός / αποσκιρτήσας
Κατά το ΙΝΤΕRACTIVE DICTIONARY του Σταφυλίδη, για θέματα θεολογικά lapse=αποστασία, αίρεση, προδοσία. Δεν ξέρω αν θα ταίριαζε κάτι τόσο "ακραίο" στο κείμενό σου, αν και βέβαια οι καινοτόμες ιδέες στον Καθολικισμό συχνά χαρακτηρίστηκαν ως "αιρετικές" τάσεις λόγω δογματισμού.
Aλλά κατά το American Heritage Dictionary:
lapsed = No longer active or practicing: a lapsed Catholic; a lapsed club member.
The American Heritage® Dictionary of the English Language, Fourth Edition Copyright © 2004, 2000 by Houghton Mifflin Company.
Kαι κατά το Collins:
lapse (v) = 11. (often foll. by from) to turn away (from beliefs or norms).
Kαι κατά το Webster's Unabridged:
lapsed = no longer committed to or following the tenets of a particular belief, obligation, position, etc.: a lapsed Catholic.
Ή ενεργός συμμετοχή ορθοδόξων πιστών σ' αυτή την κίνηση επιφέρει βαθμιαία άμβλυνση του ορθοδόξου αισθητηρίου, εσωτερική απομάκρυνση από την ορθόδοξη πίστη και το ορθόδοξο ήθος, αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος, έστω κι αν αυτό δεν συνοδεύεται με εξωτερική αποκοπή από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
http://clubs.pathfinder.gr/saints/348082
Αντίθετα ο αιρετικός, που κλωτσάει την παράδοση, και γενικά «πάς ο απολαχτίσας την εκκλησιαστικήν παράδοσιν», και «εις δόξας αιρέσεων ανθρωπίνων αποσκιρτήσας», (= αυτός που έφυγε από την αγία πίστη του Χριστού και ακολουθεί δοξασίες-εφευρήματα ανθρώπων), καταντάει θηρίο άγριο.
http://www.orthodoxia.gr/show.cfm?id=480&obcatid=2
Aλλά κατά το American Heritage Dictionary:
lapsed = No longer active or practicing: a lapsed Catholic; a lapsed club member.
The American Heritage® Dictionary of the English Language, Fourth Edition Copyright © 2004, 2000 by Houghton Mifflin Company.
Kαι κατά το Collins:
lapse (v) = 11. (often foll. by from) to turn away (from beliefs or norms).
Kαι κατά το Webster's Unabridged:
lapsed = no longer committed to or following the tenets of a particular belief, obligation, position, etc.: a lapsed Catholic.
Ή ενεργός συμμετοχή ορθοδόξων πιστών σ' αυτή την κίνηση επιφέρει βαθμιαία άμβλυνση του ορθοδόξου αισθητηρίου, εσωτερική απομάκρυνση από την ορθόδοξη πίστη και το ορθόδοξο ήθος, αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος, έστω κι αν αυτό δεν συνοδεύεται με εξωτερική αποκοπή από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
http://clubs.pathfinder.gr/saints/348082
Αντίθετα ο αιρετικός, που κλωτσάει την παράδοση, και γενικά «πάς ο απολαχτίσας την εκκλησιαστικήν παράδοσιν», και «εις δόξας αιρέσεων ανθρωπίνων αποσκιρτήσας», (= αυτός που έφυγε από την αγία πίστη του Χριστού και ακολουθεί δοξασίες-εφευρήματα ανθρώπων), καταντάει θηρίο άγριο.
http://www.orthodoxia.gr/show.cfm?id=480&obcatid=2
Peer comment(s):
agree |
Assimina Vavoula
3 mins
|
Eυχαριστώ, Μίνα!
|
|
agree |
flipendo
: Βίκυ, ισχύει ακριβώς αυτό που αναφέρεις κι εσύ, δηλαδή πόσο έντονα πρέπει να δηλωθεί στο κείμενο της Έλενας το γεγονός ότι είχε απομακρυνθεί από τον Καθολικισμό. Το αποσκιρτήσας νομίζω είναι κάτι πιο ουδέτερο. Όταν αποτάσσεσαι μια θρησκεία/δόγμα κλπ τι
7 mins
|
Ευχαριστώ, Ελευθερία. Το "αποσκιρτήσας" ουσιαστικά σημαίνει πως προσεχώρησε ή είναι φίλα προσκείμενος σε άλλο θρήσκευμα ή αίρεση. Τα πάντα εξαρτώνται από το συνολικό ύφος του κειμένου της Έλενας.
|
|
agree |
Lamprini Kosma
: Νομίζω ότι η έννοια είναι περισσότερο αυτή του "cattolico non praticante". Αιρετικός ίσως όχι.
14 hrs
|
Kαλημέρα, Λαμπρινή. Συμφωνώ. Κι εγώ το "αιρετικός" το εννοώ ως "νεωτεριστής" περισσότερο και λιγότερο ως "οπαδός θρησκευτικής αίρεσης" κι αυτό λόγω του δογματισμού και (σύμφωνα με το παρελθόν αλλά και τις εξελίξεις) του "σκληροπυρηνισμού" των Καθολικών.
|
|
agree |
Evdoxia R. (X)
16 hrs
|
Ευχαριστώ, Ευδοξία!
|
|
agree |
kaydee
: Νομίζω ότι θα πάω με το 'παρεκτραπείς' ή το 'αποστάτης', λόγω του notorious που προηγείται, έστω κι αν είναι acceptable.
19 hrs
|
Eυχαριστώ πολύ! Να σου πω την αλήθεια, έτσι ακριβώς το σκέφτηκα κι εγώ, πως λόγω του "notorious" δεν μπορεί να είναι απλώς κάποιος που απέχει των καθηκόντων του ως πιστός. Συμφωνούμε απόλυτα.
|
+2
34 mins
....
Ενεργός / Ανενεργός,
Δραστήριος / Αδρανής,
Μετέχων / Μη μετέχων
Πρόκειται για τον Καθολικό που δεν εκκλησιάζεται και δεν μετέχει των μυστηριών. Ο εκτός Εκκλησίας.
Δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο οι Ελληνορθόδοξοι (ευτυχώς).
Δραστήριος / Αδρανής,
Μετέχων / Μη μετέχων
Πρόκειται για τον Καθολικό που δεν εκκλησιάζεται και δεν μετέχει των μυστηριών. Ο εκτός Εκκλησίας.
Δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο οι Ελληνορθόδοξοι (ευτυχώς).
Peer comment(s):
agree |
Vicky Papaprodromou
: Κώστα μου, φευ, έχουμε. Κατά τους κανόνες της εκκλησίας (βλέπε κλήρου) όποιος δεν εκκλησιάζεται για 3 συναπτές Κυριακές μπορεί να αφορισθεί. Ευτυχώς ο κανόνας τους τελεί εν ανενεργεία γιατί θα ήταν η μισή Ελλάδα αφορισμένη.
3 mins
|
Δεν είναι ακριβώς αφορισμός, είναι είναι όμως σίγουρα θανάσιμο αμάρτημα που θέτει τον πιστό εκτός εκκλησίας.
|
|
agree |
Nadia-Anastasia Fahmi
49 mins
|
Ευχαριστώ!
|
+2
42 mins
μη "φανατικό" Καθολικό / το να μην είσαι "φανατικός" Καθολικός
...Σε πιο ελεύθερη απόδοση. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας και το discourse structure at paragraph and text level. Νομίζω ότι μόνο εσύ η ίδια, Έλενα, ,μπορείς αυτό να το κρίνεις, μιας και έχεις μπροστά σου το κείμενο.
Peer comment(s):
agree |
Vicky Papaprodromou
39 mins
|
Σ' ευχαριστώ, Βίκυ!
|
|
agree |
Lamprini Kosma
14 hrs
|
Ευχαριστώ :-))
|
58 mins
που είχε απαρνηθεί το δόγμα
είναι περιφραστικό, αλλά αποδίδει το νόημα.
1 hr
[not for grading]
lapsed Catholic = Καθολικός που ξέκοψε από την Εκκλησία/εκκλησία
Συμφωνώ με την πρόταση της Βαλεντίνης (και με το ωραίο link του Σπύρου).
Η αρχική σημασία ήταν "εκπεσών/αποστάτης Καθολικός" (ξέκοψε από την Εκκλησία, με Ε κεφαλαίο), αλλά φαίνεται ότι η σημασία μετέπεσε σε αυτό που βρήκε η Βαλεντίνη (ξέκοψε από την εκκλησία, δεν εκκλησιάζεται).
κάποιος
Συμφωνώ με την πρόταση της Βαλεντίνης (και με το ωραίο link του Σπύρου).
Η αρχική σημασία ήταν "εκπεσών/αποστάτης Καθολικός" (ξέκοψε από την Εκκλησία, με Ε κεφαλαίο), αλλά φαίνεται ότι η σημασία μετέπεσε σε αυτό που βρήκε η Βαλεντίνη (ξέκοψε από την εκκλησία, δεν εκκλησιάζεται).
κάποιος
Something went wrong...