Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
Procurement
Greek translation:
προμήθειες
Added to glossary by
Ioanna Daskalopoulou
Jun 11, 2020 06:52
4 yrs ago
18 viewers *
English term
Procurement
English to Greek
Social Sciences
Economics
Socially responsible public procurement (SRPP) is about achieving positive social outcomes in public contracts. Procurement affects a large number of people, whether as users of public services, those involved in production and delivery, or staff of the buying organisation. Beyond those directly affected, SRPP has the potential to influence the broader market on both the demand and supply sides.
Η λέξη procurement στη συγκεκριμένη παράγραφο θα αποδοθεί ως δημόσια σύμβαση ή προμήθεια;
Ρωτώ γιατί οι SRPP αποδίδονται ως Κοινωνικά Υπεύθυνες Δημόσιες Συμβάσεις
Η λέξη procurement στη συγκεκριμένη παράγραφο θα αποδοθεί ως δημόσια σύμβαση ή προμήθεια;
Ρωτώ γιατί οι SRPP αποδίδονται ως Κοινωνικά Υπεύθυνες Δημόσιες Συμβάσεις
Proposed translations
(Greek)
4 +3 | προμήθειες | Nick Lingris |
Proposed translations
+3
6 mins
Selected
προμήθειες
Έτσι που μπαίνει μονολεκτικά το ερώτημα, η απάντηση είναι «προμήθειες». Αυτό που εννοείται είναι «public procurement», γι’ αυτό θα πρότεινα να αποδοθεί εδώ σαν «δημόσιες προμήθειες». Ο όρος μπορεί να είναι «δημόσιες προμήθειες», «κρατικές προμήθειες», «προμήθειες του κράτους» ή «προμήθειες του δημόσιου τομέα». Οι «συμβάσεις» είναι το νομικό εργαλείο.
4 KudoZ points awarded for this answer.
Something went wrong...