GBK glossarySearch the glossaries created from glossary-building KudoZ (GBK) questions. | To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise. |
Home - French
- Search
- Term
- Additional fields of expertise
- Definition(s)
- "Une infection nosocomiale est une infection contractée dans un établissement de santé. Le terme « nosocomial » vient du grec ancien nosos, maladie et de komein soigner, qui forment le mot nosokomia, soins qu’on donne aux malades." Wikipedia - by Anne-Sophie Cardinal
- Example sentence(s)
- "L’infection nosocomiale est désormais intégrée dans les infections associées aux soins (IAS). Une infection est considérée comme associées aux soins si elle survient au cours ou au décours d’une prise en charge (diagnostique, thérapeutique, palliative, préventive ou éducative) d’un patient, et si elle n’était ni présente, ni en incubation au début de la prise en charge." - Ministère des Solidarités et de la San by Anne-Sophie Cardinal
- Related KudoZ question
Compare [close] - Russian
- Search
- Term
- Внутрибольничная инфекция
- Additional fields of expertise
- Definition(s)
- Внутрибольничная инфекция (также госпитальная, нозокомиальная) — согласно определению ВОЗ, любое клинически распознаваемое инфекционное заболевание, которое поражает больного в результате его поступления в больницу или обращения в нее за врачебной помощью, или инфекционное заболевание сотрудника больницы вследствие его работы в данном учреждении, вне зависимости от проявления симптомов заболевания во время или после пребывания в больнице. cyberleninka - by Tatiana Bobritsky (X)
- Example sentence(s)
- Внутрибольничные инфекции являются одной из основных причин смерти и страданий госпитализированных пациентов во всем мире, поэтому краеугольным камнем безопасности пациентов по праву считается профилактика инфекций. - сайт ВОЗ by Tatiana Bobritsky (X)
- По оценкам, нозокомиальные инфекции в любой данный момент времени поражают около 1,4 миллиона человек. - сайт ВОЗ by Tatiana Bobritsky (X)
- В Европе, по результатам проведенных госпитальных исследований, смертность от внутрибольничных инфекций составляет 25 000 случаев в год, из них две трети вызваны грам-отрицательными микроорганизмами. - Википедия by Tatiana Bobritsky (X)
- Related KudoZ question
Compare [close] - Greek
- Search
- Term
- Additional fields of expertise
- Definition(s)
- Λοίμωξη η οποία αποκτάται σε ένα νοσοκομείο, νοσηλευτήριο ή άλλο ίδρυμα ιατρικής περίθαλψης. Οι ασθενείς στις μονάδες εγκαυμάτων και στις χειρουργικές μονάδες εντατικής θεραπείας παρουσιάζουν τις υψηλότερες συχνότητες νοσοκομειακών λοιμώξεων. Ιατρικό Λεξικό - Νοσοκ - by Georgios Anagnostou
- Example sentence(s)
- Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως νοσοκομειακή λοίμωξη θεωρούνται οι μολύνσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια νοσηλείας των ασθενών στο νοσοκομείο.1 Για την πλειονότητα των νοσοκομειακών λοιμώξεων που οφείλονται σε βακτήρια, η λοίμωξη γίνεται εμφανής 48 ώρες ή περισσότερο μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο.
Ωστόσο, κάθε λοίμωξη, για να θεωρηθεί ως νοσοκομειακή, θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά για να διαπιστωθεί εάν συνδέεται με τη νοσηλεία του ασθενούς στο νοσοκομείο. - Pfizer by Georgios Anagnostou
- Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων (ECDC), περίπου 6% των νοσηλευόμενων ασθενών στην Ευρώπη αναπτύσσει νοσοκομειακές λοιμώξεις (ΝΛ). Μάλιστα, την περίοδο 2011-2012 ο συνολικός αριθμός των ασθενών με νοσοκομειακές λοιμώξεις ανήλθε στα 3,2 εκατομμύρια στην Ευρώπη, γεγονός που καθιστά ξεκάθαρο πως πρόεκειται για μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. - Το Βήμα by Georgios Anagnostou
- Επιπολασμός Νοσοκομειακών Λοιμώξεων είναι ο αριθμός των ασθενών με νοσοκομειακή λοίμωξη στο σύνολο των νοσηλευομένων ασθενών τη δεδομένη περίοδο καταγραφής. Εκφράζει το ποσοστό των ασθενών με νοσοκομειακή λοίμωξη στο σύνολο των νοσηλευομένων ασθενών την δεδομένη περίοδο επιτήρησης. - Εφημερίδα της Κυβέρνη by Georgios Anagnostou
- Related KudoZ question
- Compare this term in: Croatian, Arabic, Bulgarian, German, Dutch, English, Spanish, Persian (Farsi), Italian, Korean, Polish, Portuguese, Romanian, Slovak, Slovenian, Turkish, Ukrainian
| | The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license. | | | | X Sign in to your ProZ.com account... | | | | | | |