To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Turkish
      • Search
        • Term
          • enfekte etmek
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Enfeksiyon etkeni olan bakteri, virüs vb. bulaştırarak enfeksiyona neden olmak. Own research - by Aysegul Sec
        • Example sentence(s)
          • Aralık 2019’un sonlarında, Çin’in Hubei Eyaleti, Wuhan’da nedeni bilinmeyen pnömoni adı verilen bilinmeyen bir hastalık salgını meydana geldiği ve bu salgının Çin’de 9720 enfekte kişiden 213’ü öldürdüğü ve diğer 19 ülkede 31 Ocak 2020’ye kadar 106 kişiyi enfekte ederekn önemli ölçüde yayıldığı bilinmektedir.1 - Galenos tıp dergisi by Aysegul Sec
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Search
        • Term
          • μολύνω
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • (βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς (συνεκδοχικά) ρυπαίνω (μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο wikypedia - by Savvas SEIMANIDIS
        • Example sentence(s)
          • Μετά τη θεραπεία θα μολύνω με HPV τους άλλους; Αυτό εξαρτάται από δύο πράγματα. Πρώτον, πόσο επιτυχής είναι η θεραπεία που έγινε, ώστε να έχουν εξαλειφθεί όλες οι εμφανείς αλλοιώσεις (μείωση ιικού φορτίου) και δεύτερον από την κατάσταση του ανοσοποιητικού σας συστήματος και τη δυνατότητά του να καταστείλει τους HPV, που παραμένουν μετά την καταστροφή των αλλοιώσεων. - Δοκτωρ Μορτάκης Phd by Savvas SEIMANIDIS
          • Μολύνω το περιβάλλον και δε.. νοιάζομαι Όπως μπορείτε να δείτε στο video που δημοσιεύει παρακάτω η zougla.gr, ο αναβάτης μίας μοτοσικλέτας δε δείχνει να νοιάζεται και ιδιαίτερα για τον καπνό που βγάζει το μηχανάκι του και φυσικά δε νοιάζεται εάν αυτό που κάνει επιβαρύνει το περιβάλλον - ZOYGLA by Savvas SEIMANIDIS
          • «Αποφάσισα να μην επιστρέψω στην Κύπρο γιατί δεν ήθελα να μολυνθώ και να μολύνω» Το μήνυμα Κύπριας φοιτήτριας στην Ιταλία, γροθιά στο ... - CYPRUSNEWS by Savvas SEIMANIDIS
        • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Croatian, Arabic, Bulgarian, Czech, German, English, Spanish, Persian (Farsi), French, Hungarian, Italian, Portuguese, Romanian, Russian, Slovak, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License